- ὁλοσχέρεια
- ὁλο-σχέρεια, ἡ, Gesamteit, allgemeine Übersicht oder Berechnung in Bausch und Bogen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ολοσχέρεια — ὁλοσχέρεια, ἡ (Α) [ολοσχερής] 1. γενική εποπτεία, επισκόπηση ή γενικός, κεφαλαιώδης υπολογισμός 2. στερεότητα 3. φρ. «καθ ὁλοσχέρειαν» α) σε γενικές γραμμές β) στο σύνολο, συνολικώς, όχι κατά μέρη … Dictionary of Greek
ὁλοσχέρεια — general survey fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλοσχέρειαν — ὁλοσχέρεια general survey fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)